- κράτεις
- κρατέωto be strongimperf ind act 2nd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατεῖς — κρατέω to be strong pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) κρατύς strong masc nom pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
Τσίμπτσα — (Chibcha). Ομάδα λαών της Αμερικής, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένοι από την Κόστα Ρίκα έως το Περού και αποτελούν ακόμα και σήμερα, προπάντων στην Κολομβία, το εθνικό υπόστρωμα των περιοχών αυτών. Οι Τ. έγιναν γνωστοί στην Ευρώπη από τον θρύλο του … Dictionary of Greek